επαναρρηγνυμι

επαναρρηγνυμι
    ἐπαναρρήγνυμι
    ἐπ-αναρρήγνῡμι
    (part. aor. ἐπαναρρήξας) вновь разрывать, опять вскрывать
    

(τὸ τραῦμα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επαναρρηγνυμι" в других словарях:

  • επαναρρήγνυμι — ἐπαναρρήγνυμι (Α) [ρήγνυμι] διαρρηγνύω εκ νέου, σχίζω και ανοίγω («τὸ τραῡμα ἐπαναρρήξας ἀπέθανεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναρραγῆναι — ἐπαναρρήγνυμι tear open again aor inf pass (ionic) ἐπαναρρᾱγῆναι , ἐπαναρρήγνυμι tear open again aor inf pass (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναρρήγνυται — ἐπαναρρήγνυμι tear open again pres ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανερρήγνυτο — ἐπαναρρήγνυμι tear open again imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναρρήξας — ἐπαναρρήξᾱς , ἐπαναρρήγνυμι tear open again aor part act masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»